Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα πριγκιπόπουλο που σαν έπεφτε το λυκόφως έπαιζε στο πιάνο του το αγαπημένο του κομμάτι. Τα δάχτυλα ταξίδευαν σε αναμνήσεις τόσο νοσταλγικές που θα έκαναν και τον πιο στυγερό κι ψυχικά άκαμπτο περαστικό ακροατή να λυγίσει στο άκουσμα των φθόγγων του μουσικού πενταγράμμου. Ο τρόπος που ψηλάφιζε τα πλήκτρα ευλαβικός, ξεχείλιζε από συναισθήματα, ακόμη κι άγρια κτήνη εξημέρωνε.
« Μικρέ μου πρίγκιπα πόσο όμορφα παίζεις», αναστέναξε μια πριγκίπισσα σαν τον άκουσε.
Εγκατέλειψε τον πυργίσκο της και χάθηκε στους κρυστάλλινους διαδρόμους ακολουθώντας τις νότες με προορισμό την σάλα του καθιστικού. Τα βήματα της σταμάτησαν απότομα.. Το βλέμμα της σάστισε… Νόμισε πως η δούκισσα συντρόφευε τον πρίγκιπα στο ντουέτο τους με το χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του. Τα μάτια της την γελούσαν. Η μορφή της λεπτοφυής, αραχνοΰφαντη. Τα μαλλιά της στεφανωμένες πλεξούδες, τα πέπλα του φορέματος της αέρινα. Σαν αντιλήφθηκε την νεαρή στράφηκε προς το μέρος της, φέρνοντας τον δείκτη της στα αιθερικά χείλη της μιμούμενη την στιγμή της απόλυτης ησυχίας…. Τρόμος κυρίευσε το κορμί της νεαρής. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε, έτοιμη να ελευθερωθεί από τα σπλάχνα, καθώς κύματα φόβου διαπερνούσαν την ραχοκοκαλιά και παγωμένες ομίχλες πρόσφεραν μια γλυκιά ανατριχίλα. Η έκφραση της φοβισμένη μιας και συναντούσε ένα φάντασμα , μια ψευδαίσθηση… Αν και θέλησε να στριγκλίσει , να ουρλιάξει, στήλη άλατος έμεινε για να μην διασπάσει την προσοχή του αγοριού και η μελωδία διακοπεί απότομα. Η δούκισσα ήταν νεκρή εδώ και ένα χρόνο… Κι η μελωδία ήταν φόρος τιμής στην μητέρα του. Λίγοι το γνώριζαν όμως μακριά από τα ομιχλώδες όρη, εκεί που οι μύθοι ζωντανεύουν και οι θρύλοι ξαγρυπνούν, ψιθύρισε τον ρυθμό ως μουρμουρητό , αγέρι εγένετο, και εχάθει… Σκόρπισε σε κόκκους, μόρια αιθάλης και σαν αύρα θαλασσινή χάθηκε από το ορθάνοικτο παράθυρο πλάι της.
Bασιλική Μπούζα