Θυμόταν ακόμη την πρώτη φορά που τους συνάντησαν στους σταύλους, μόλις είχαν επιστρέψει από κάποια αμυντική εκστρατεία.
(Πριν συνεχίσετε διαβάστε το part1 της ιστοριας "Μπλε Ρόδο")
Οι πανοπλίες τους χρειάζονταν επιδιόρθωση, ενω οι ίδιοι έζεχναν από την βρωμιά. Τα πρόσωπα τους είχαν μονίμως μια σκληρή έκφραση. Κατά την παράδοση οι Βαράγγοι ήταν πανύψηλοι σε σχέση με τους Ρωμιούς, ατρόμητοι μπρος τους Γενουάτες και αγρικοι σύμφωνα με τους Φράγκους.Λόγω των μισθοφορικών υπηρεσιών είχαν εκχριστιανιστεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, και επίσης αποιοκρατίες στην Αγγλοσαξονια. Αν και οι Ρως είχαν πλέον αφομοιωθεί στην νοοτροπία της Ρωμανίας υπήρχε εκείνη η μείζονα μερίδα έως ανύπαρκτη πιστή στις παραδόσεις του Υπέρ Βορρά.
Δεν έλειπαν οι συζητήσεις των κυριών της Αυτοκρατορικής Αυλής καθώς οι πολεμιστές περιφέρονταν στα γραφικά πλακόστρωτα στενα. Θεόρατοι, γεροδεμένοι, ετοιμοπόλεμοι να προασπίσουν την Βασιλεύουσα που ψυχορραγούσε από την Οθωμανική απειλή.
Άξαφνα ένα πρωινό η νεαρή Ειρήνη τον αντάμωσε μπρος της καθώς μετέφερε ένα ταψί με ζυμωτά ψωμιά προς τον πετρόχτιστο φούρνο της οικείας της. Στην σκιά του διαρρήκτη εναποθέτησε το σκεύος σε ένα πεζούλι άρπαξε ένα ξύλο να προστατευθεί.. Μα εκείνος είχε σωριαστεί καταγής. Η πλάτη του ακουμπούσε στο τοίχωμα του οικογενειακου πηγαδιού ενώ υποβαστούσε με τις χούφτες το κεφάλι του φανερά ζαλισμένος.
“Τι δουλειά έχεις εδώ;” έκραξε κοιτώντας τα χάλια του.
“Παρακαλώ, λίγο νερό”, ο νεαρός σύρθηκε στα γόνατα.
“Δε βρήκες αλλού να ξεμεθυσεις; Μα καλά πως πέρασες τον πετρόχτιστο φράχτη..”
Εκείνος μουρμούρισε ακαταλαβίστικα μέσα από τα δόντια του πιθανόν μια μίξη μουρμουρητών από το μεθυσι. Αποκαρδιωμένη κούνησε περιπαικτικά το κεφάλι της και άφησε στην άκρη το ταψί για να τραβήξει νερό από το πηγάδι. Καθώς τράβηξε την αλυσίδα για να ανέβει ο σύγκλος, της έπεσε ο σταύρος της στο χώμα. Ο νεαρός τον σήκωσε και τον περιεργάστηκε μες στις χούφτες του.
“Με πέταξαν από το καπηλειό. Μου λείπει η οικογένεια μου”, απάντησε ξέπνοα.
Η κοπέλα έσκυψε κι του έδωσε να πιει από τον κουβά. Λυσσαλέα κατασπάραξε το περιεχόμενο του χύνοντας αρκετό πάνω του.
“Ειρήνη, ώστε λοιπόν τον βρήκες! Πως βρέθηκε από το παχνί εδώ;” Ένας άντρας με αγροτική περιβολή σκούφο και χιονισμένα πυκνά γένια πλησίασε.
“Πατέρα, ποιο παχνί, εδώ κοιμήθηκε;” έκδηλη η απορία της.
“Είναι της φρουράς. Έμπλεξε σε κάποιο καβγά, δεν βλέπεις το μάτι του; Βρισκόταν πεσμένος σε κάτι σακιά με σκουπίδια, τον βρήκα να τρεκλίζει προσπαθώντας να ανέβει στο άλογο του, μα αυτος ίσα που στεκόταν ακουμπώντας στην Αλέα. Παραπατούσε, έψαχνε για κάποιο καταφύγιο. Τον είδα σε κακή κατάσταση να σκαρφαλώνει για να χωθεί στον στάβλο. Και τον λυπήθηκα.”
“Και σαν κουφάρι σωριάστηκε καταγής στα άχυρα. Κι ύστερα ήρθε ο ύπνος ο γλυκός, ο ωραίος ο βαθύς, από εκείνους που ζητά η ψυχή να ξαποστάσει..” απάντησε σαρκαστηκά η κόρη του.
“Φιλέψτε τον μέχρι να ανακτήσει δυνάμεις…”, ο πατέρας πρόσταξε και οι δύο αδελφές, Ειρήνη και Αλεξανδρίνα ζέσταναν νερό σε ένα τσουκάλι, ετοίμασαν το φαγητό και άπλωσαν τα ασπρόρουχα... Ο ξένος ήταν ξαπλωμένος στα άχυρα και θαύμαζε τα μικρά κατσικάκια που χοροπηδουσαν ξέγνοιαστα.
“Σηκω να πλυθείς και να φας τίποτα να στηλωθείς..”
“Ευχαριστώ” αποκρίθηκε σαν απομάκρυνε τους ρύπους από το πρόσωπό του με μια μουσκεμενη πετσέτα .
"Που μένεις;
"Πέρα από το παλάτι των Βλαχερνών”.
"Πρέπει να βάλουμε κατάπλασμα. Έχει πρηστεί!” Η Ειρήνη προσκόμισε ένα μικρό γουδί με θεραπευτικά βότανα και προθυμοποιήθηκε να εναποθετήσει την θεραπευτηκή αλοιφή.
"Δεν είναι τίποτα αυτό” μόρφασε σκεπτόμενος το χτύπημα που είχε δεχθεί στο μάγουλό του το προηγούμενο βραδυ.
" Έχεις αντιμετωπίσει πολλά στον πόλεμο”.
"Αρκετα,ομως σε προετοιμάζουν για την Βαλχαλα. Kαι αξίζει!” Μόρφασε στο υπόκωφο τσούξιμο του τραύματος.
" Τι είναι η Βαλχάλα;” τα βλέφαρά της πετάρισαν. Πρόσεξε τις παλώμενες καστανόξανθες ίριδες στο άκουσμα του λόγου του.
"Αιθουσα του Όντιν. Η Αίθουσα των σφαγιασθέντων πολεμιστων. Όσοι Εινχεργιαρ επιλεχθούν θα βοηθήσουν τον πατέρα στην τελική μάχη εναντίων των γιγάντων..
"Έχεις χτυπήσει το κεφάλι σου.” Απάντησε ειρωνικά χτυπώντας με τα ακροδάχτυλα τον κροταφό του σε μια έκφραση επιδοκιμασίας και εκείνος της αρπαξε βίαια τον καρπό στην επιθυμία του να μπλοκάρει την αποδοκιμαστικη κίνησή της.
"Έχω ακούσει για τον Χριστό. Τον έχω ασπαστεί από τον Πατέρα μου και αναζητώ την αγάπη και το πύρ επί της γης που δίδαξε όλα αυτά τα χρόνια. Στις αποστολές μου βλέπω πόλεις, κράτη και θρησκείες να συγκρούονται για γεωπολιτικά συμφέροντα.” Μια αίσθηση αμυδρής απόλαυσης σημάδεψε τα χείλη του μπρος τον ανεπαίσθητο πόνο που της προκάλεσε, την σύσπαση των φρυδιών της.
"Ο Χριστος ήρθε στην γη να ξεπλύνει τις αμαρτίες του ανθρώπινου εγωισμού. Να τροφοδοτήσει με ερωτήματα του την σκέψη τους, να τους διδάξει την συγχώρεση. Και φυσικά την Μετάνοια”.
“Αν καταφέρεις και αγαπήσει τον εχθρό σου, έχεις πλησιάσει την θέωση, πως να το κάνεις όμως όταν η ζωή σου είναι καθημερινή μάχη;”, κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά .
“Δεν είσαι Ρως ; Οι Βίκινγκς έχουν εκχριστιανιστεί τουλάχιστον 200 χρόνια.
“Με λένε Ερρίκο. Είμαι λάτρης του ιδεώδους του βορρά, παθιασμένος φιλόσοφος περί ζωής, πολεμιστής. Εκεί γεννήθηκαν οι πρόγονοι μου. Η μητέρα μου είναι Νορβηγη και ο Πατέρας Βυζαντινός... Σεβομαι την υπάρχουσα θρησκεία!
"Σου έπεσε", ένας αναστεναγμός ανακούφισης τίναξε τον θώρακα του προσφέροντας τον σταυρό μέσα στην χούφτα της. Το δροσερό άγγιγμα του μαλάκωσε την τεταμένη ατμόσφαιρα της μικρής παρεξήγησης τους και γέννησε την σπίθα της οικειότητας. Η Ειρήνη έτεινε να τον πάρει αλλά για μια στιγμή δείλιασε, σκεπτόμενη τον μαχητή της Αυτοκρατορίας.. Αλλεπάλληλα συναισθήματα θαυμασμού και ελέους διαδέχονταν το ένα το άλλο.
"Κράτησε τον εσύ να σε προστατεύει, η Κωνσταντινούπολη περνά δύσκολες στιγμές. Ο Κύρης μας, ο Παλαιολόγος κράτα με νύχια και με δόντια τα τείχη.
Σαν λαίμαργο τέρας κατασπάραξε δύο τσουκάλια φαγητό, βραστό ζωμό με φρέσκα λαχανικά του κήπου και ξαπόστασε καταγής σε κεντητά ριχτάρια και μαξιλάρια.
…………………………
Οι μέρες κύλησαν κι ο ξένος εκτυλίχθηκε στην εργασία του. Η Ειρήνη τον συνάντησε ημέρα Κυριακή, που ολοι Ρωμιοί συνέρχονταν με κατάνυξη στον ναό της "Αναστάσεως". Ο ιερατικός ναός ήταν κατάμεστος. Παντού κυριαρχούσε η αρχοντική περιβολή, ακόμη και ο πιο φτωχός φρόντιζε να έχει σε άριστη κατάσταση το πιο επίσημο του ένδυμα. Οι τοιχογραφίες θεόπνευστες σαν οι άγιοι αγγελοι έσταξαν με τα χρώματα τους διαμαντια, αποχρώσεις του παραδείσου. Με μύρο και σμέρνα οι άγιοι θυμιάτιζαν την υμνωδία του Κυρίου ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ. Η φρουρά του Βασιλέα έπρεπε να συντροφεύει την αριστοκρατική αυλή. Ο Ερρίκος κάθισε στην είσοδο του ναού περιπολώντας. Οι πολίτες ζητούσαν την Θεία Χάρη Του κατά τις δύσκολες στιγμές της πολιορκίας.
Ο Ερρίκος θαύμασε τις περιποιημένες της πλεξούδες της να στεφανωνουν νωχελικά τις καστανές μπούκλες γύρω από τους ώμους της κι το σμαραγδένιο φόρεμα να τυλίγει το ντελικάτο κορμί της. Εκείνο όμως που τον συγκίνησε ήταν η φωνή της. Οι τονικές αποκλίσεις του βάθους της χρονιάς της. Σαν άγγελος έψελνε, φαντάστηκε πως θα απήγγειλε την ποίηση του Μπράγκι. Ίσως κάποια Εντά του Μπλαντέρ, της κοσμικής αρμονίας συνθέτη.
Σαν τελείωσε η λειτουργία, οι λόγιοι πέρασαν από μπροστά του συζητώντας κατά ομάδες. Ένιωσε πως συλλάβε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο της, με ένα νεύμα της καθώς χαιρετουσε τους χωρικούς με το πέρας της λειτουργίας… Θέλησε να πλησιάσει μα ήταν αδύνατο…
Βασιλική Μπούζα Ⓒ
Συνεχίζεται...