Ο αμυντικός στρατός της Κωνσταντινούπολης πάλευε με νύχια και με δόντια μέρες ολόκληρες να κρατήσει τους πολιορκητές έξω από τα τείχη.
(ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΤ1 ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΤ 2 ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)
Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους πολεμιστές με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν. Σε μια στιγμή ανάπαυλας, της βάρδιας του ο Ερρίκος έτρεξε στο κοντινότερο καπηλειό. Απ' έξω είχαν στήσει υπαίθριες φωτιές και έψηναν λαχταριστα κομμάτια κρέατος ενώ τραυματισμένοι μέθυσοι είχαν καλύψει την αυλή! Θα σκότωνε για λίγο ζεστό νερό ώστε να βγάλει την παχιά στρώση λιγδας από πάνω του και μια ήσυχη γωνιά για να βυθιστεί σε ευοιωνες σκέψεις που θα τον οδηγούσαν σε ένα γαλήνιο ύπνο δίχως τέλος.
Από μπροστά πέρασε μια ακολουθία νεαρών νεανίδων κρατώντας πανέρια στα χέρια με την συνοδεία ενός επισκόπου. Ξεχείλιζαν από ποικιλοχρωμα ευωδιαστά άνθη και κυρίως τριαντάφυλλα! Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να ενιωθε την θερμή μιας γυναικείας αγκαλιας. Στην κατάσταση που βρισκόταν ομως κάμια δεν θα τον κοιτούσε, φάνταζε με βρωμερό ζητιάνο, ίσως μάλιστα τον κλώτσαγε για να περάσει από πάνω του καθως ειχε πιάσει μια γωνιά και ρουφούσε ακατάπαυστα κρασί να πνίξει την ένταση της μάχης..
Άξαφνα μπρος του γονατησε μια γυναίκα.
"Έχουμε κάποια νέα από την πολιορκία; Αντήχησε η φωνή της, μα έμοιαζε άγνωστη η παρουσία της.
"Δεν με κατάλαβες η Ειρήνη είμαι! Το έσκασα από την παρέα...." , κατέβασε το ύφασμα αποκαλύπτοντας το πρόσωπο της. Δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει μέσα στο γαλάζιο της μαντήλι της και την θολή ζαλάδα του νου. Ένα τσίμπημα ευχαρίστησης τίναξε τις χορδές της ενσυναίσθησης της μπρος το ελαφρό μειδίαμα των χειλιών του.
"Μας ζορίζουν. Οι γενίτσαροι είναι άξιοι πολεμιστές και το μένος τους απύθμενο!" Είπε βήχωντας από τον καπνό των μικρών εστιών τριγύρω τους.
"Ο Θεός να βάλει το χέρι του! Μπορώ να κάνω κάτι για σένα; Με το μαντήλι της σκούπησε το λερωμένο και απίστευτα κατα ιδρωμένο πρόσωπο του. Αποτραβήχτηκε σκεπτόμενος την υπολειπόμενη υπερηφάνεια του. Όμως στα μάτια της ήταν πανέμορφος κι ας φάνταζε πληγωμένο σπουργίτι που ζητούσε θαλπωρή, όσο κι μαχόταν με του εχθρού τα δόντια!
"Τι είναι όλα αυτά τα πανέρια;" Έτεινε προς τις ψάθινες λεκάνες ...
"Γιορτάζει η Αγία Θεοδοσία και έχουν ξεκινήσει για τα καλά οι ετοιμασίες” είπε γευόμενη το άρωμα ενός τριαντάφυλλου
"Τι ειρωνεία όμορφα άνθη σε μια οικουμένη που ψυχοραγει! Βουτηγμένα στο αίμα πρέπει να είναι!" Μόρφασε περιπεκτικά με τόνο ειρωνείας στην φωνή του.
"Τι σαρκαστικός!" Κάγχασε με περίσσεια αγάπη στο βλέμμα. αυτό από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα.
Ο νους της Ειρήνης ανάτρεξε στο μυθικό γαλάζιο τριαντάφυλλο της Χλωρίδας εμποτισμένο από την χάρη της Αφροδίτης την μεθυστική ευωδιά τουΤου Διονύσου.και την αυθαρσία της Περσεφώνης.
"Του άφησε ένα λευκό τριαντάφυλλο στις παλάμες του..." Σε ένδειξη ψυχολογικής συμπαράστασης...
"Μπορώ να το πραγματοποιήσω" και να στο αφήσω στο προσευχηταρι της εκκλησίας. Ίσως καταφέρω να σε δω σε τρεις σε πέντε μέρες, ποιος ξέρει... " Μπρος τα λογικα του ο παρορμητισμός και η επιθυμία φάνταζε αλλόκοτος..
"Μακάρι" του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και χάθηκε στο σκοτάδι!
Η αίσθηση της αφής ανεξίτηλη πάνω του. Αναρίγησε ολόκληρος στο άγγιγμά της.. Επιθυμούσε τόσα να της πει. Να την αγγίξει σε σώμα και ψυχή με το βελούδινο άγγιγμα του έρωτα! Να αισθανθεί την θέρμη του κόρφου της και την ζεστή ανάσα της.
Αρκετές ώρες αργότερα σαν τελείωνε η βαρδιά του, αργά το ξημέρωμα κατευθύνθηκε προς το κελί της διοίκησης του στρατευματος και ζήτησε ένα μπουκάλι μελάνι από τον γραφέά της ύλης. Πήγε στον τον κοιτώνα του, ανάτρεξε πλάι στην ράχη του κρεβατιού του. Εναποθέτησε με προσοχή το μελανοδοχείο, στην σχισμή μεταξύ του τοίχου και του καταλύματος του. Με προσοχή και ευλάβεια τοποθέτησε το λευκό τριαντάφυλλο. στο κύλωμά του. Κάθε μέρα καμάρωνε την εξέλιξη του και συνεπώς την μετουσίωση του σε παραμυθένιο άνθος. Λές και η αγάπη του το τροφοδοτούσε τόσο σπλαχνικά ώστε να μετουσιώνεται σε Θεια Μετάληψη. Οι ρίζες του ποτίστηκαν περίπου για τρεις με τέσσερις μέρες, ώστε η λευκή απόχρωση του να μετουσιωθεί σε βαθύ γαλάζιο και κυανες φλέβες να διαχυθούν και να πληθύνουν στοργικά κατά μήκος των πετάλων του. Θαύμασε το αποτέλεσμα στο φώς του λυχναριού. Θαρρείς κι πάλλονταν, δίνοντας του ιριδίζουσα πνοή. Χαμογέλασε ευτυχισμένος! Η συνάντησή τους ήταν ένας λόγος να ελπίζει για να συνεχίσει να παλεύει με όλη την δύναμη της ψυχής του.
Δυστυχώς λόγω της Οθωμανικής απειλής όσο κι αν προσπάθησε να εντοπίσει μια ευκαιρία ώστε να κατευθυνθεί στην εκκλησία αδυνατούσε να εγκαταλείψει το πόστο του στις πολεμίστρες. Έτσι ζήτησε από ένα νεαρό μέθυσο να το προσκομίσει στο ψαλταδικο του ναού με αντάλλαγμα δύο νταμιτζάνες κρασί και μερικά τάλαντα. Κι εκείνος με περίσσια χάρη στην αγκαλιά της πανέμορφης ερωμένης του, καθώς ξάπλωναν στο κρεβάτι του πόθου της εκμυστηρεύτηκε με θαυμασμό τον επικειμενο κρυφό έρωτα των δύο νέων. “Το τριαντάφυλλο και τα μάτια σου. Ορκίσου στην ζωή σου!” Μέσα από τα αέρινα πέπλα του πάθους, η γυναίκα το ευλόγησε με την φλογερή επιθυμία της αγάπης σαν κρύσταλλα στα πεταλά του. Κι εκεινος με την σειρά του ερμήνευσε σκοπό μελωδικό, να σαγηνεύσει την καρδιά της. Να λιώσει από αγάπη σαν αγνό κερί! Να μαγευτεί από τα συναισθήματά του.
Ο νεαρός κατευθύνθηκε στο ναό και έτρεξε προς το ψαλτήρι! Σαν άφησε το τριαντάφυλλο στην εσοχή με θαυμασμό ανακάλυψε μια διπλωμένη επιστολή. Είθε η αγάπη τους να ερμηνευτεί σαν έργο, σαν μουσική σαν μελωδία, μεθυσι στα χείλη τον ερωτευμένων.
“Για τον Ερρίκο.” Η επιγραφή της.
Τα μάτια του νεαρου άστραψαν σαν του την παρέδωσε. Ένα χαμόγελο ευτυχίας πλημμύρισε την ψυχή του.
Με την πρώτη ευκαιρία θα την διάβαζε!
Ήταν πολύ κουρασμένος !
Γνώριζε πως πλησίαζε η τελική στιγμή της μάχης καθώς η πολιορκία μενόταν κάθε μέρα. Ακόμη και το φεγγάρι είχε χαθεί! Το είχαν καταπιει τα σύννεφα.
Βασιλική Μπούζα c
Συνεχίζεται......